προσυφίσταμαι

προσυφίσταμαι
Α
1. απαντώ, αποκρίνομαι
2. προσυπάρχω
3. (η μτχ. ουδ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προσυφεστῶτα
αντικείμενα που επιδρούν στην ψυχή από έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑφίσταμαι «υπάρχω, αντιπαρατίθεμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”